- ἐπωνυμιῶν
- ἐπωνυμίαderivedfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρκτικόλεξο — το βραχυγραφία η οποία σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα συχνά και από συνοδευτικά τους με τα οποία αυτά απαρτίζουν συλλαβή των λέξεων πλήρων επωνυμιών, οργανισμών, εταιρειών, πολιτικών κομμάτων κ.ά., π.χ. ΟΗΕ (= Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών), ΟΤΕ … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek